graduarse - ορισμός. Τι είναι το graduarse
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι graduarse - ορισμός


graduarse      
Sinónimos
verbo
Palabras Relacionadas
graduado         
  • alt=
DIPLOMA UNIVERSITARIO DE PRIMER CICLO
Bachelor's degree; Título de Grado; Titulo de grado; Titulo de Grado; Bachillerato en Filosofía; Bachillerato en Sagrada Teología; Título profesional; Graduado; Grado universitario
Sinónimos
adjetivo
graduación         
graduación
1 f. Acción de graduar.
2 Número de grados que tiene una cosa, de cierta cualidad o de la proporción de ciertos componentes que se miden en ellos: "La graduación de la leche (de la densidad de la leche). La graduación del alcohol (de la pureza del alcohol). La graduación de las bebidas alcohólicas (del alcohol que contienen)".
3 *Categoría de los militares.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για graduarse
1. Los primeros 30 agresores que han participado en el curso acaban de graduarse.
2. De ahí que decidiera graduarse de matemáticas en el Corning Community College, cerca de casa.
3. Tras graduarse en 1''3, estuvo tres o cuatro años dibujando.
4. Tras graduarse en Ciencias Políticas en la Universidad de Columbia, en Nueva York, decidió dedicarse a ayudar a los demás.
5. A diferencia de Gates, Ballmer -hoy en día consejero delegado de Microsoft siguió estudiando hasta graduarse en Harvard.
Τι είναι graduarse - ορισμός